- περιηγητάς
- περιηγητά̱ς , περιηγητήςone who guides strangersmasc acc plπεριηγητά̱ς , περιηγητήςone who guides strangersmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PERIEGETAE — quinam communiter, dicti, vide supra. Alii sunt, quorum meminit Plut. de Pythiae Oraculis, Υ῾κολαβὼν οὗν ὀ Θεὼν, ἀλλὰ καὶ νȏν εἶπεν ὦ παῖ δοκοῦμεν ἐπηρέια} τινὶ τοὺς Περιηγητὰς ἀφαιρεῖςθαι τὸ οἰκεῖον ἔργον ἔασον οὖν γενέςθαιαι τὸ τοιοῦτο πρότερον … Hofmann J. Lexicon universale